Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Γιάνατσεκ, Λέος — (Leos Janacek, 1854 – 1928). Τσέχος συνθέτης. Σπούδασε μουσική στο Μπρνο (1865 72) και συνέχισε τις σπουδές του το 1875 στη Σχολή Εκκλησιαστικού Οργάνου της Πράγας. Μετεκπαιδεύτηκε έπειτα στα ωδεία της Λειψίας και της Βιέννης και το 1881 γύρισε… … Dictionary of Greek
Μέντελ, Γκρέγκορ — (Gregor Mendel, Χέντσεντορφ, Σιλεσία 1822 – Μπρνο 1884). Αυστριακός βοτανικός και αυγουστινιανός μοναχός. Ο Μ. είχε εξαιρετικές επιδόσεις στο σχολείο και, επειδή οι πόροι της οικογένειάς του ήταν περιορισμένοι, στην προσπάθειά του να ακολουθήσει… … Dictionary of Greek
Όλομουτς — (OIomouc). Πόλη της Τσεχίας (περ. 106 000 κατ.) στη βόρεια Μοραβία. Βρίσκεται στο κέντρο λεκανοπεδίου που διασχίζεται από τον ποταμό Μοράβα, στη συμβολή του με τον Βίστριτσα, σε απόσταση 68 χλμ. από το Μπρνο. Αποτελεί σπουδαίο σιδηροδρομικό κόμβο … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
μοράβια — (τσεχ. Morava, γερμ. Mahren). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (26.095 τ.χλμ., περ. 4.000.000 κάτ. το 1999) της Τσεχίας· αποτελεί, μαζί με τη Βοημία, μια από τις δυο περιοχές που αποτελούν την Τσεχία και διαιρείται διοικητικά στις επαρχίες της Βόρειας … Dictionary of Greek
Γκέντελ, Κουρτ — (Kurt Gödel, Μπρνο 1906 – ΗΠΑ 1978). Αυστριακός μαθηματικός και φιλόσοφος. Σπούδασε στη Βιέννη, όπου δίδαξε έως το 1938, και ήταν ένα από τα πιο νέα μέλη του περίφημου κύκλου της Βιέννης, γνωστού για τον προσανατολισμό του προς έναν λογικό… … Dictionary of Greek
Λόος, Άντολφ — (Adolf Loos, Μπρνο Μοραβίας 1870 – Βιέννη 1933). Αυστριακός αρχιτέκτονας. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παρέμεινε τρία χρόνια (1893 96) και επηρεάστηκε βαθιά από την πρωτότυπη αντίληψη του χώρου ορισμένων … Dictionary of Greek
Μπομ-Μπάβερκ, Όιγκεν φον- — (Eugen von Bohm Bawerk, Μπρνο 1851 – Βιέννη 1914). Αυστριακός οικονομολόγος. Διετέλεσε υπουργός Οικονομικών και ένας από τους κυριότερους αντιπροσώπους της αυστριακής οικονομικής σχολής, στην οποία οφείλεται η οριακή θεωρία (κόστος,… … Dictionary of Greek
Φόρστερ, Λούντβιγκ φον- — (Forster, Μπάερετ 1797 – Γκλάινχενμπεργκ 1863). Αυστριακός αρχιτέκτονας. Είχε κλασική μόρφωση και εργάστηκε ιδιαίτερα στη Βιέννη, όπου έχτισε, ανάμεσα στα άλλα, την προτεσταντική εκκλησία της συνοικίας Μαριανχίλφ (1849), το εργοστάσιο των όπλων… … Dictionary of Greek